- κλιντηρίσκος
- κλιν-τηρίσκος, ὁ, = foreg., Michel832.48 (Samos, iv B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κλιντηρίσκος — κλιντηρίσκος, ὁ (Α) κλιντήριον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλιντήρ + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. αστερ ίσκος, νεαν ίσκος)] … Dictionary of Greek